- ἐποικοδόμησις
- ἐποικοδόμ-ησις, εως, ἡ,A building up : metaph., piling up of expressions, climax, Arist.GA724a29 ;
ἡ τῶν λέξεὼν ἐ. Longin.39.3
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἡ τῶν λέξεὼν ἐ. Longin.39.3
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐποικοδόμησις — building up fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐποικοδομήσει — ἐποικοδόμησις building up fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἐποικοδομήσεϊ , ἐποικοδόμησις building up fem dat sg (epic) ἐποικοδόμησις building up fem dat sg (attic ionic) ἐποικοδομέω build up aor subj act 3rd sg (epic) ἐποικοδομέω build up fut… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐποικοδομήσεις — ἐποικοδόμησις building up fem nom/voc pl (attic epic) ἐποικοδόμησις building up fem nom/acc pl (attic) ἐποικοδομέω build up aor subj act 2nd sg (epic) ἐποικοδομέω build up fut ind act 2nd sg ἐποικοδομέω build up aor subj act 2nd sg (epic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐποικοδομήσης — ἐποικοδόμησις building up fem nom/voc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐποικοδόμησιν — ἐποικοδόμησις building up fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εποικοδόμηση — η (AM ἐποικοδόμησις) εποικοδομή νεοελλ. περαιτέρω ανάπτυξη αρχ. βαθμιαία συσσώρευση εκφράσεων, κλίμαξ («ὡς Ἐπίχαρμος ποιεῑ τὴν ἐποικοδόμησιν, ἐκ τῆς διαβολῆς ἡ λοιδορία ἐκ δὲ ταύτης ἡ μάχη», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek
ἐποικοδομήσεως — ἐποικοδομήσεω̆ς , ἐποικοδόμησις building up fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)